- νοτινός
- -ή, -ό (ΑΜ νότινος, -ίνη, -ον) [νότος]1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται προς τον νότο, νότιος, μεσημβρινός («νοτινό δωμάτιο»)2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από τον νότο.επίρρ...νοτινάνότια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαρμπινός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον γαρμπή 2. το ουδ. ως ουσ. το γαρμπινό ο σιγανός γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαρμπής ή < ιταλ. garbino. Ο τονισμός αναλογικά προς τα βορεινός, νοτινός κ.λπ.] … Dictionary of Greek
εννότιος — ἐννότιος, ία, ον και ἔννοτος, ον (AM) [νότιος] υγρός, νοτερός, νοτινός … Dictionary of Greek
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek